Την επόμενη εβδομάδα η
Βικτωρία με περίμενε στο παγκάκι της αυλής. Είχε φορέσει τα καλά της, ένα καρό
ταγιέρ. Τα μαλλιά της χτενισμένα και είχε κρεμάσει τα σκουλαρίκια με την
κατακόκκινη πέτρα στο τελείωμα. Χρυσές βέργες στο δεξί καρπό, μια φιγούρα από
το παρελθόν, που την πλαισίωνε η ανθισμένη πασχαλιά στο πίσω μέρος του πάγκου.
Μου έδειξε με το χέρι να
καθίσω δίπλα της.
-Καλημέρα κα Βικτωρία.
-Καλώς την! Απάντησε. Μου
αρέσει η απλάδα της αυλής σαν μπαίνει η Ανοιξη. Πάντα αγαπούσα τις απλωσιές…
της θάλασσας, του κάμπου, του βουνού.. έχω κάνει πολλές διαδρομές.. εξερευνούσα
τις αντιθέσεις αυτής της χώρας της ευλογημένης! Μοιάζει σαν γυναίκα που γέννησε
όμορφα παιδιά! Με τους ανθρώπους δεν ξανοιγόμουν εύκολα. Ημουν γλωσσού και
ατίθαση για τα χρόνια εκείνα, που οι γυναίκες υποταγμένες στα πρεπούμενα που
κάποιοι όριζαν και εκείνες σαν σκυλάκια ακολουθούσαν τ’ αφεντικά. Τα σκυλιά τα
λυπάμαι, όχι τα αλήτικα, αυτά που τους πέρασαν τα λουριά, τα στείρωσαν να μη
χαρούν αυτό που η φύση είχε δωρίσει. Ξεστρατίζω στις κουβέντες μου.. μη
περιμένεις να σου βάλω σειρά στις σκέψεις, πηδώ από το ένα θέμα στο άλλο.
Με κοίταζε ίσια στα μάτια.
-Πώς με έπεισες να ρίξω την
καρδιά μου στο πηγάδι και να ανασύρω τ’ ανείπωτα; Είναι που ακούς. Δύσκολο
πράγμα να μπορείς ν’ ακούς τον άλλο. Σου υποσχέθηκα ν’ ανοίξω τα φύλλα της ζωής
μου. Σαλιώνω το δάκτυλο και γυρίζω σελίδες…
Από την πλαστική σακούλα
έβγαλε τριμμένο ψωμί και τα περιστέρια πεταρίζοντας τσακώνονταν ποιο θα νικήσει
στις μπουκιές.
-Μεγαλώναμε, που λες, σε ένα
δωμάτιο με μια μικρή κουζίνα και μια χέστρα με τη σιδερένια βρύση που γεμίζαμε
νερό από τη βρύση της γωνίας. Εκεί στη Δραπετσώνα. Η μάνα μας έφτιαχνε καπέλα
και δούλευε στο κέντρο του Πειραιά στη Κούλα την καπελού. Τ’ απογέματα
«μπέρδευε» περίτεχνα σχέδια με το βελονάκι, το πιο μικρό νούμερο κλωστής και
έβγαζε δαντέλες που πουλούσε ακριβά στις πελάτισσες της Κούλας, αυτές που είχαν
παράδες και μάζευαν προικιά για τις θυγατέρες τους. Ο πατέρας δούλευε στου
Κεράνη. Η Αρετή ακολουθούσε τη ζωή της μάνας, σαν τα σκυλιά που σου είπα. Εγώ
πάλι ήμουν άλλη κεφαλή. Στα οκτώ μου, τους δήλωσα πως ήθελα να με πάνε στο
σχολειό. Σταυροκοπήθηκαν οι γονείς μου σαν να ήμουν δαιμονισμένη! Είχα τόσο
πείσμα, που υπέκυψαν. Βιβλία και τετράδια τα αγόραζαν με δόσεις. Τα μολύβια και
τις γόμες, μου τις έφερνε ο Γιώργης, αργότερα έμαθα πως έγραφε στιχάκια. Τα
έδινε στους ρεμπέτες που σύχναζαν στα καπηλειά. Και αυτοί «αλήτες και
μαστούρηδες» για τους αξιότιμους, μεροκαματιάρηδες που δεν είχαν στον ήλιο
μοίρα! Στα είκοσι χρόνια μας, χάσαμε τους γονείς μας. Τον πατέρα τον σκότωσαν
οι μηχανές και η μάνα έξη μήνες μετά από ανακοπή. Η Αρετή είχε γαντζωθεί πάνω
μου αν και ήταν εκείνη που συντηρούσε τη πείνα μας. Πέντε χρόνια με τα ρούχα
της μάνας μου πήγαινα στη σχολή. Είχα περάσει στην οδοντιατρική. Εκείνο το
παλτό της είχε στοιχειώσει πάνω μου. Οπου έβρισκα μεροκάματα στην Αθήνα
πήγαινα.
Της κράτησα το χέρι που είχε
ξυλιάσει από την ταραχή, είχε μαυρίσει ο ουρανός, έτοιμος να φτύσει βροχή.
-Πάμε μέσα; Μπουρίνιασε ο
καιρός και θα κρυώσετε.
Σηκώθηκε και στηριζόμενη στη
λεπτή μαγκούρα με το μεταλλικό κράτημα, περάσαμε μέσα. Με πήγε στο δωμάτιο
τους. Η Αρετή καθόταν δίπλα στο παράθυρο.
-Εκει κάθεται. Δεν μιλά, δεν
δυσανασχετεί, σαν όπως ήταν σε όλη τη ζήση της! Θα προσπεράσω το χρόνο να φτάσω
εκεί που η ζωή μας πήρε άλλη ρότα. Δούλευα δέκα πέντε ώρες τη μέρα πάνω από τον
τροχό. Το πτυχίο μου άργησα να το πάρω μα βρήκα γρήγορα δουλειά στον Σαράντη,
τον άντρα που στιγμάτισε τη καρδιά μου! Πέταξα τα βελόνια από της Αρετής τα χέρια..
την έβαλα αντίκρυ στον καθρέφτη να δει την αλλαγή…. είχε σηκωθεί από το
υπόδουλο σκύψιμο της ανάγκης. Ηταν οι ώρες που ήρθαν οι έρωτες στις ζωές μας.
Εγώ δεν παντρεύτηκα. Ηταν βλέπεις χωρισμένος και παράλληλα δεμένος στο «όχι»
της προδομένης. Είχα σκληρύνει, με άλλες παντιέρες στα μυαλά. Η Αρετή λίγους
μήνες μετά, που έβγαλε τους λεμονανθούς από τα μαλλιά της, γέννησε τον
Παναγιώτη!
Κατάπιε με μια γουλιά νερό,
ένα κόμπο σαν το μεγάλο χάπι που το αγνόησε δίπλα στο ποτήρι. Ανοιξε το βάζο με
το γλυκό του κουταλιού. Κέρασμα στο ψυχοπλάκωμα.. που διέκρινα και ήταν
ανερμήνευτο ακόμα.
-Ο μικρός Παναγιώτης είχε
σύνδρομο Down.. το έφερε ποιος ξέρει από ποιο πηγάδι… Ηταν το «ζαβό» για τον
περίγυρο. Μήτε η μάνα του στην αρχή δεν ήθελε, να τον ταχταρίσει. Όποιος πει
πως είναι εύκολο, ψεύτης είναι! Αυτά τα
μοντέρνα που ακούω και τα δήθεν μου φέρνουν γέλια. Να ξέρεις πως όλοι, θα σου
πουν τον καλό λόγο.. θα σου δώσουν τη δήθεν δύναμη, γιατί είναι έξω από το δικό
τους σπίτι! Κλείνω τ’ αυτιά μου, στις επώνυμες και μη κυρίες, που αγκαλιάζουν
τα παιδιά των ιδρυμάτων και σχολειών, κάθε Χριστούγεννα να ποζάρουν στα
περιοδικά.. να κάνουν τηλε-μαραθώνιους για όλα τα αναγκεμένα παιδιά τούτου του
άδικου κόσμου. Κλείνοντας την πόρτα πάνε στις βιτρίνες να γλυκάνουν με στολίδια
τη ματαιοδοξία τους! Φτου!!!
Αθώα ,αναγκεμένα πλάσματα
όλου του ξεφτιλισμένου πλανήτη. Θεοί και δαίμονες αντιμάχονται πάνω από τις κούνιες
τους, τις αόρατες. Και δεν μιλώ, μοναχά για την αρρώστια! Αλλα βγαίνουν από
μήτρες πολυτελείας και άλλα από μίζερες. Αν με ρωτήσεις δεν ξέρω ποια είναι
ευτυχισμένα, αυτά που ξεδιψάνε από το βυζί της μάνας μόνο ή εκείνα που έχουν όλα
τα «καλά» που τα ονομάτισαν έτσι πάλι οι άνθρωποι! Για τα δικά τους συμφέροντα!
Για το κέρδος του κερατά! Φτου!!!
Άλλη γουλιά…
-Τον Παναγιώτη τον
αγαπήσαμε, αργά και σταθερά! Μόλις μας χάρισε το πρώτο γέλιο του.. μόλις μας άπλωσε
τα χεράκια του. Δες τον εδώ, στις φωτογραφίες!
Μια κουταλιά κεράσι…
Ο ψευτόμαγκας που αγάπησε
την Αρετή, λάκισε πριν ακόμα ξεραθούν τα λουλούδια στα στέφανα. Δεν άντεχε,
είπε! Και από τον πολύ πόνο, υποχώρησε στα μετόπισθεν. Ευτυχώς ο Σαράντης μου,
στάθηκε δίπλα μας. Είμαστε τρεις που τον προστάτευαν. Αυτό το «μου» αν και
πίστευα πως κανείς δεν είναι κανενός, το χάρισε από μόνος του! Ζήσαμε πολλά
χρόνια μαζί. Μας χώρισαν οι ρόδες ενός ανυπόμονου οδηγού. Είχαμε γεράσει και ο
βηματισμός μας, απείχε από τις δρασκελιές…
Ο Παναγιώτης μας, μεγάλωσε
με τις δασκάλες και την αγάπη μας! Μπόρεσε να μιλήσει.. να παίξει πιάνο.. να
πάει στο θέατρο.. εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχαν τα ειδικά σχολεία. Μόνο αυτούς τους
σημερινούς ήρωες, τους διακριτικούς, τους δοσμένους με αυταπάρνηση, προσκυνώ!
Τάισε την Αρετή, την κρέμα της.
Της διόρθωσε τα αραιωμένα λευκά της μαλλιά…
-Όταν ο Παναγιώτης μας, έσβησε
στον ύπνο του ήταν τριάντα πέντε χρονών. Η Αρετή έπαθε το πρώτο ελαφρύ εγκεφαλικό.
Δεν της άφησε κουσούρι. Επιασε πάλι το βελόνι και το σκύψιμο. Εως ότου, ήρθε το
μεγάλο χτύπημα. Ωρες- ώρες αναρωτιέμαι, γιατί ο Θεός ή όποια δύναμη τέλος
πάντων μας αφήνει να ζούμε ακόμα; Τι όφελος έχει η παραμονή μας στη ζωή;
Άλλη γουλιά με το χάπι..
-Θα ήθελα να ξαπλώσω. Με
πονά η πλάτη μου. Αν δεν αντέχεις τη σκληράδα μου μην έρθεις ξανά. Και πού
είσαι, μη ξεχνάς πως είναι τα λόγια μου απόσταγμα ζωής.. δεν σκεφτόμουν πάντα
έτσι. Ημουν και εγώ για χρόνια μέρος του συστήματος. Εχω μετρήσει τα λάθη μου
και με έχω φτύσει! Εκ των υστέρων όλα….
Τέλος
Αχ βρε Αντιγονη μου! ΑΧ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚορίτσι μου να είσαι καλά!!!!
ΔιαγραφήΑντιγόνη μου, είχα....καιρό να περάσω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλλά η ζωή επαναλάμβανεται ολόιδια όπως και τότε...
Δυνατή ιστορία της κυρίας Βικτωρίας.
Να είσαι καλά!
φιλιά
Δυστυχώς Βαρβάρα μου επαναλαμβάνονται οι σκέψεις της κακίας...
ΔιαγραφήΑλλάζουν τα λόγια μόνο...
Να είσαι καλά!
Φιλιά!!!
Αντιγόνη μου σήμερα διάβασα και τα δύο κομμάτια της ιστορίας σου μαζί και υποκλίνομαι μπροστά στην πένα σου. Δυστυχώς η ζωή των ξεριζωμένων, των φτωχών και των αδικημένων συνεχίζεται στο περιθώριο μιας κοινωνίας αδιάφορης, εκτός ελαχίστων φωτεινών εξαιρέσεων. " Ο χορτάτος δεν πιστεύει τον νηστικό" έλεγε η γιαγιά μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα είσαι καλά!
Φιλιά!
Την παροιμία την έλεγε και η μάνα μου.
ΔιαγραφήΘυμώνω με το "κουτσομπολιό" και τη κακία...
Να είσαι καλά Φωτεινή μου Εξαίρεση!
Το λέω δίχως ίχνος κολακείας και το γνωρίζεις καλά!
Φιλιά!!
Είναι όλες οι αλήθειες που γράφεις μέσα στις ιστορίες σου χωρίς περιττά φτιασιδώματα !!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣε φιλώ Αντιγόνη μου
Οταν βάζεις φτιασιδώματα δεν είσαι ο εαυτός σου.
ΔιαγραφήΥπάρχουν εκατοντάδες λέξεις να εντυπωσιάσεις... μα τι νόημα έχει τελικά;
Το θεωρώ προσποιητό.
Ευχαριστώ πολύ!
Φιλιά!
Αντιγονη μου υπεροχη ιστορια!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχαρητηρια
Ειδικα ο επιλογος!
Φιλακια πολλα
Ποιήτρια μου, πολλά ευχαριστώ!
ΔιαγραφήΟι μέρες σου να είναι χαρούμενες!
Φιλάκια πολλά!!!
Μόνο όποιος έχει περάσει μια προσωπική κόλαση, μπορεί να χαρίζει τόσο εξαίσιους παραδείσους στους αναγνώστες του.
ΑπάντησηΔιαγραφήΥποκλίνομαι στο μεγαλείο σου!...
Ωχ..Η Κανελλακη.....Μας επιασε..Αντιγονη...!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΗρθε και ΑΙΣΤΑΝΘΗΚΕ..Και βρεθηκε μαζι μας....
Και μας ειδε,καλη μας φιλη....
Με την κοφτερη πεννα...
Το πηγαιο ταλεντο...
ΣΚΛΗΡΑΙΝΕΙ μονο..ν αναπνευσεις κι εσυ τις φλογες της Κολασης....
Που δυστυχως...
Δεν ειναι στον..Ουρανο...
Διάβασα και τα δυο σου κείμενα μαζί... όταν είδα την λέξη, ΤΕΛΟΣ λυπήθηκα ... που τέλειωσαν "τα λόγια αποστάγματα ζωής"...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαρακαλώ, μη μας αφήνεις τόσο καιρό χωρίς "τα αποστάγματα ζωής", γιατί είμαστε τελικά πολλοί αυτοί που έχουν μάθει ν' ακούν!
Αφιλιά μέσα απ΄ την καρδιά μου! (Α=Αληθινά)
Οι αφηγήσεις σου Αντιγόνη μου κυλάνε σα γάργαρο νερό και ποτέ δε θέλω να τελειώνουν!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι όταν φτάνω στο τέλος τις ξαναπιάνω από την αρχή!
Φιλιά πολλά!!
Δεν θα τα λεγα..σκληραδα τα λογια της Βικτωρίας Αντιγονακι μου... ντόπμρα θα τα λεγα και αληθινα.. έτσι ήξερε να μιλα... και εσύ.. ας άνοιγες τα αυτία σου να τ ακουγες... αχ! αυτες οι Βικρωρίες της ζωής..!!! αχ! αυτή η πένα σου..!!! να περνας ποτε πότε ...απο εδώ.. γιατί μας λειπουνε... τα λόγια σου... φιλώ σε
ΑπάντησηΔιαγραφήΌτι διαβάζω δικό σου το..ρουφάω.Χθες είχα τη κουβέντα σου με ένα φίλο μας μεγάλο, δικηγόρο και λογοτέχνη που του έλεγα για τα βιβλία σου, τον ζάλισα!. Λοιπόν μου έδωσε κάποια δικά του να σου τα στείλω σαν ..συναδελφική προσφορά!Θα σου τα στείλω αυτές τις μέρες Αντιγόνη μου, ματς..μουτς..φιλάκια Αχτιδένια!Ακόμη σε περιμένω στη Θεσσαλονίκη, σου έχω..φαν να σε γνωρίσουν!
ΑπάντησηΔιαγραφή
ΑπάντησηΔιαγραφήthank you
سعودي اوتو