Μια βδομάδα μετά ο πατέρας χτύπησε στη μέση. Την επόμενη ήταν το παζάρι στην πόλη μα δεν μπορούσε να σαλέψει.
«Θα πάω μόνη μου, πετάχτηκε η Βηθλεέμ. Την δουλεία την ξέρω θα με βοηθήσει η μάνα να φορτώσω.. θα τα καταφέρω!»
Λίγο πριν πλησιάσει τα πρώτα σπίτια έδεσε το ζωντανό σ΄ένα δέντρο και έβγαλε από το σεντόνι το φόρεμα που έκρυψε κρυφά ..τα παπούτσια αργότερα μη τα γδάρει, σκέφτηκε.
Φτάνοντας, άπλωσε την πραμάτεια της απέναντι από τον καφενέ στην τελευταία ταύλα που βρήκε. Τα στόλισε και έκανε μικρούς βηματισμούς νοιώθοντας τα βλέμματα των αντρών καρφωμένα πάνω της.. τα μαλλιά λυμένα..
Στον καφενέ ο Γιάννης είχε στυλώσει το βλέμμα του πάνω της με θράσος. Μαλλί κορακάτο.. σταυροπόδι.. ίσια το κορμί του με την έπαρση του μορφονιού. Το κομπολόι του χόρευε στο χέρι τρελαμένο.. σηκώθηκε αργά και την πλησίασε.
«Πως από τα μέρη μας ομορφούλα; Να σε κεράσω μια λεμονάδα;» τη ρώτησε με αυθάδεια.
Κρεμάστηκε στα μελιά μάτια του και λύθηκε το κορμί της… κούνησε το κεφάλι στο «ναι» που κτυπούσε η καρδιά στο αδύνατο στέρνο της.
Εκανε ζέστη.. ίδρωνε…
Τη βοήθησε στο ξεπούλημα και το κορμί του αντάμωνε στη βιάση της δουλειάς..
Τέλειωσε η πραμάτεια.. και της πρότεινε να την συνοδεύσει ως το χωριό της.
Φοβήθηκε τον κόσμο.. ο Γιάννης το κατάλαβε και της έδωσε ραντεβού λίγο έξω από την πόλη.
Συναντήθηκαν εκεί που άρχιζαν τα λιόδεντρα.
«Ακόμα δεν μου έχεις πει το όνομα σου, κοριτσάκι» η πρώτη κουβέντα του.
«Βηθλεέμ.» του απάντησε.
«Θα σε λέω Βιβή!» της είπε χαμογελαστά!
Και εκεί βαφτίστηκε.. κάτω από τον πυρωμένο ήλιο το κορμί της δέχτηκε τις προσταγές της γέννησης μιας νέας κοπέλας.. όχι αυτής που οι άλλοι θέλησαν να γίνει..
«Μου αρέσει» του απάντησε και τίναξε τα μαλλιά που κολλούσαν στο πρόσωπο της.
…………………………………………………………………………………………..
Το επόμενο ραντεβού δόθηκε δυο μέρες μετά.
Στη στάνη. Φρεσκοπλυμένο το ντρίλινο φουστάνι τα μαλλιά της γυάλιζαν λυμένα και τα μάτια της κάρβουνο πυρωμένο στην αναμονή..
Ηρθε από την πίσω πλευρά του λόφου.. εκεί που ανέτειλε ο έρωτας.. στη πλευρά της δύσης φτερούγησε η δική της ανατολή.
Παραδόθηκε στα φιλιά του.. ο έρωτας τύλιξε τα κορμιά τους.. και η Βιβή έγινε γυναίκα στην αγκαλιά του Γιάννη που μοσχοβολούσε το στέρνο του… Ανάσα κομμένη και οι θημωνιές μάρτυρες μιας ευφορίας που κατάκλυσε το κορμί της.
Λαχανιασμένη κούρνιασε στην αγκαλιά του…
«Εδώ να μείνω για πάντα!» σκέφτηκε..
Δεν είπε κουβέντα. Ντρεπόταν που αφέθηκε τόσο γρήγορα στα χέρια του. Τι να σκεφτόταν άραγε για την παράδοση της; Η ίδια δεν είχε μετανιώσει… Την ώρα που γινόταν γυναίκα οι ενδόμυχες αποφάσεις γιγαντώθηκαν.
«Εγώ σ’αυτό τον τόπο δεν θα μείνω!»
…………………………………………………………………………………………
Μέχρι να λύσουν οι κάβοι είχε ζαρώσει σε μια γωνιά στο κατάστρωμα. Μια μαντήλα της μάνας της έκρυβε το πρόσωπο της. Μια μπεζ πάνινη βαλίτσα που της είχε φέρει ο Γιάννης στα μισά του δρόμου ως το λιμάνι έχωσε τα ρούχα της αφήνοντας το σεντόνι που τα είχε τυλίξει, στη ρίζα ενός δέντρου. Μάρτυρας ενός οριστικού «αντίο»..
Την απόφαση την πήρε όταν ήρθε φουντωμένη η Φώτο να απαγγείλει τα μαντάτα με κατάρες. Ο πατέρας της μόλις είχε συνέλθει από το ατύχημα και βρήκε τη δύναμη να τη σημαδέψει με τη λουρίδα.
Η απόφαση για τον γάμο πάρθηκε μέσα στο κλάμα της και τα παρακάλια.. που τα μισούσε!
Ο Γιάννης έφευγε για τον Πειραιά εκεί που είχε βρει την δική του τύχη.
Της στόλισε περίτεχνα μια ζωή που ανάμενε από πάντα. Ηταν σίγουρη για την προστασία του! Θα το έσκαγε μαζί του! Ένα ανορθόγραφο σημείωμα και ένα «αντίο» στη μάνα και στις μικρές…
Στην προκυμαία ο Γιάννης κρατούσε στο ένα χέρι τη βαλίτσα και το άλλο το είχε τυλίξει στο λαιμό της.. σαν χαμένη κοιτούσε τον κόσμο.. αυτοκίνητα.. βουή.. μια μουσική που τις άρεσε.. εικόνες ελευθερίας.. Το σπίτι του ήταν κοντά στο τελωνείο του Πειραιά.. εκεί που με το ΟΛΥΜΠΙΑ έφευγαν οι μετανάστες για Αμερική…. Φτωχογειτονιά που στα μάτια της Βιβής έμοιαζε φωτεινή.. την στόλισε με τα χρώματα μιας αθώας φαντασίας..
Μια μακρόστενη αυλή χώριζε δυο σπίτια. Της Μάρθας και του Γιάννη. Η Μάρθα μια γυναίκα περασμένης ηλικίας με τα αποτυπώματα μιας ζωής δουλεμένης στο βωμό του έρωτα. Αθυρόστομη.. στολισμένη με χρυσά και το κραγιόν στα ζαρωμένα χείλια.
Μαγείρευε και έπλενε τον Γιάννη που φαινόταν να τον γνωρίζει καλά!
Υποδέχτηκε τη μικρή ρίχνοντας πονηρή ματιά στον άντρα.
«Που το βρήκε το ανήλικο ο μπαγάσας..» σκέφτηκε.
Το επόμενο Σαββατιάτικο πρωινό την πήρε από το χέρι και σεργιάνησαν ένα γύρο στο λιμάνι, φτάνοντας στον ηλεκτρικό. Πρώτη φορά έβλεπε τραίνο.. του χαμογέλασε και σφίχτηκε πάνω του. Η διαδρομή του δικού της τρένου μόλις άρχιζε.
«ΜΟΝΑΣΤΗΡΙΟΝ» έγραφε η ταμπέλα εκεί που κατέβηκαν.
Στην Ερμού της έδειχνε βιτρίνες ξελογιάστρες. Τις αγόρασε φορέματα.. δαντελένια εσώρουχα.. νάιλον κάλτσες με ραφή.. ζώνες για την λεπτή της μέση.. ψηλοτάκουνα.. κραγιόν… μολύβι για τα μάτια.. αρώματα.. διάφανα νυχτικά… και η μικρή πετάριζε τα ματάκια της δακρυσμένα…
«Σ’αγαπώ!» του ψιθύρισε..
Το απόγευμα αποκαμωμένοι γύρισαν σπίτι. Ο Γιάννης ετοιμάστηκε να πάει στη δουλειά.
Στην πόρτα φάνηκε η Μάρθα.. η Βιβή άνοιγε τα πακέτα καμαρώνοντας..
Η Μάρθα αυτό το έργο το είχε ξαναδεί!
Φώτα και πάμε!
…………………………………………………………………………………………
Οχτώ χρόνια μετά η Βιβή δεν μπόραγε να μετρήσει πόσα κορμιά πέρασαν από πάνω της.. Φανταριλίκι.. γεροξεκούτηδες.. άγουρα αγόρια στη πρώτη σμίξη του έρωτα.. και ο Γιάννης να παρέχει προστασία…
«Καλόπαιδο!» σκέφτηκε, τώρα που ο έρωτας χάθηκε στα ρυπαρά σεντόνια των «ξένων».
«Μου πήδηξες τη ζωή, αλλά δεν θα σου περάσει! Εγώ αυτή τη ζωή δεν την θέλω!»
Κάθε που σκεφτόταν με αποφασιστικότητα, αυτή τη πρόταση ήταν έτοιμη να πάρει τη ζωή της να την πάει αλλού..
Εξω από την κουζίνα καθόταν στην πάνινη πολυθρόνα η Μάρθα.
Είχε ψιλοβρέξει και οι λιγοστές σταγόνες που πέρασαν από τα φύλα της κληματαριάς έκαναν σχήματα..
Πήρε τη δική της καρέκλα και την έσυρε δίπλα της.
«Βρήκα σπίτι.» της είπε ξερά σβήνοντας τη φλόγα του σπίρτου .. ρουφώντας τον καπνό του άφιλτρου.
«Αν νομίζει πως δεν είμαι άξια γελάστηκε ο μαλάκας!» είπε στη γριά φίλη της.
«Πρόσεχε μικρή, δεν αστειεύονται οι νταβάδες».. βγήκαν οι λέξεις αργόσυρτες από τα ζαρωμένα χείλια της Μάρθας. «Πολλές το είπαν.. λιγοστές το τόλμησαν!»
«Φαίνεται δεν με ξέρεις καλά! Για να τολμήσω το ακατόρθωτο στα δεκαεφτά μου είμαι έτοιμη για όλα!»
Στα δίχτυα της είχε τυλίξει τον εξηντάρη Ανδρέα που έλιωνε για το κορμί της.
Μοναχός από συγγένειες είχε βρει αποκούμπι στον τροφαντό κόρφο της Βιβής.
Της έταζε πολλά να την έχει δική του.. Να την πάρει στο σπίτι του στην Καστέλα.
Είχε βιός και παράδες μπόλικούς.. μια επιχείρηση που γεννούσε χρήμα..
Του ξεκαθάρισε τις προθέσεις της.
«Εγώ δεν είμαι κανενός και ούτε το έχω σκοπό να το κάνω! Αν θέλεις να με βοηθήσεις να ανοίξω δικό μου «σπίτι» θα είμαι δική σου αλλά εξαρτήσεις δεν γουστάρω!»
Της είχε σταθεί κρυφά.. της έδινε παράδες να στέλνει στο χωριό. Στους δικούς της είχε πει πως είναι κομμώτρια με δικό της μαγαζί… Το περασμένο καλοκαίρι γύρισε πίσω στην Κρήτη να τους δει… ντυμένη σησταζούμενα.. με τα ίχνη της ντροπής σβησμένα.. Η μάνα της ακόμα πάλευε με τις μπουγάδες , τα ξεφουρνίσματα και οι μικρές ψήλωσαν.. έφταναν την αγκαλιά της. Ο πατέρας ακόμα κρατούσε θυμό. Τους άφησε χρήματα να χτίσουν το ετοιμόρροπο σπίτι και έδωσε υπόσχεση πως δεν θα τους ξεχάσει ποτέ.. Έμεινε λίγο.. δυο μέρες μόνο γιατί είχε δουλειές.. δυο μέρες μιας βιαστικής αθωότητας..
………………………………………………………………………………………..
Το σπίτι είχε βρεθεί. Οι συνεννοήσεις με τα κορίτσια κλεισμένες. Μόνο η Πίτσα δείλιαζε .. φοβόταν τον Μίλτο.
«Αν με εμπιστεύεσαι παράτον τον τον κερατά! Τη δούλεψη σου εκμεταλλεύεται. Σου το υπογράφω πως δεν θα τολμήσει να κουνήσει τον κώλο του!»
Οι εργασίες προχωρούσαν, με τα λεφτά του Αντρέα. Δίπατο στη Νοταρά στην καρδιά της Τρούμπας. Μυστικό εφτασφράγιστο και η πιάτσα τρόμαζε στη θέα του διώροφου.
Τα κορίτσια κρατούσαν το στόμα κλειστό.. η Βιβή τους έλεγε γελώντας:
«Οι πουτάνες έχουμε μπέσα ρεεεε»..
Με τον Ανδρέα αντάμωνε σπίτι του.
«Γιατί το κάνεις αυτό για μια σαν του λόγου μου;» τον ρώτησε ξαπλωμένη δίπλα του.
«Δεν έχω κανένα, ένα κορμί γερασμένο μόνο και οι επιχειρήσεις μου. Δυο ανήψια έχω από την αδερφή μου που τους έχω μπουκώσει γερά, σώνει πια.. πες πως είσαι η κόρη που δεν είχα ποτέ!»
«Τις κόρες ρε δεν της πηδάνε!» του αντιγύρισε με αυθάδεια…
Σηκώθηκε από το κρεβάτι, ντροπιασμένος για την άστοχη κουβέντα του.
Ήταν η τελευταία φορά που πλάγιασε μαζί της….
…………………………………………………………………………………………
Δευτέρα έγιναν τα εγκαίνια.
Επτά κάμαρες στολισμένες με ότι καλύτερο είχε γνωρίσει η συνοικία του έρωτα…
Ένα σαλόνι κάτω φτιαγμένο με φροντίδα.. καναπέδες.. κουρτίνες.. και μπαράκι που πουλούσε ποτά. Πρωτόγνωρο για την αθλιότητα που επικρατούσε στα άλλα σπίτια.
Εκεί στο ισόγειο είχαν φτιαχτεί δωμάτια για να μένουν τα κορίτσια μέσα. Η κάθε μια το δικό της χώρο.
Στο πάνω πάτωμα οι κάμαρες του πληρωμένου έρωτα..
Η Βιβή με τουαλέτα στο χρώμα του κόκκινου κρασιού, έλαμπε.
Η μουσική έπαιζε και ο Ανδρέας ακουμπισμένος στον τοίχο δίπλα στο παράθυρο την καμάρωνε. Με την άκρη του ματιού είδε τη σιλουέτα του Γιάννη.
«Θα έχουμε παρατράγουδα!» σκέφτηκε. Είχε λάβει τα μέτρα του. Δεν θα επέτρεπε σε κανένα να πληγώσει τη νεράιδα του…
Στο απέναντι πεζοδρόμιο έξω από το μπαρ του Νώντα μαζεύονταν οι μόρτηδες.
Πέρασε στο δωμάτιο της Βιβής και σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου.. είχε τις διασυνδέσεις του με την Αστυνομία και ο διοικητής ήταν φίλος του.
Ωρα τρείς και οι προστάτες έριξαν την πρώτη πέτρα στο παράθυρο. Τα επόμενα λεπτά οι αστυνομικοί είχαν περάσει τα βραχιόλια στα χέρια τους.
Το γλέντι συνεχίστηκε με τη βοήθεια του ποτού.
Τα κορίτσια τρομαγμένα έτρεξαν στη Βιβή.
«Μη κωλώνετε! Σας έταξα ασφάλεια και θα νικήσουμε. Θα ντυθώ να πάω στην Ασφάλεια. Τσιμουδιά σε κανένα!»
Μια ώρα μετά βρισκόταν στο γραφείο του αξιωματικού υπηρεσίας απέναντι από τον Γιάννη.
«Όταν σε μάζεψα απ’ τα σκουπίδια του χωριού σου ήταν καλά; ξέσπασε. «Ακόμα στη στάνη θα ήσουν παντρεμένη με τον σπυριάρη στη γαμοζωή σου!»
«Ακου, αγοράκι μου κάτι και χώσε το καλά στην γκλάβα σου! Πήρες και πήρα. Είμαστε πάτσι μάγκα μου! Δεν σου χρωστάω τίποτα! Και μη τολμήσεις να περάσεις το κατώφλι μου την έβαψες! Μπορεί να ήμουν πίσω από ένα πάγκο παζαριού, αλλά ήξερα πολύ καλά τι ήθελα να κάνω! Με εσένα ή μόνη μου τις αποφάσεις μου τις είχα παρμένες! Και να φοβάσαι τον αποφασισμένο άνθρωπο! Τελειώσαμε αν δεν κατάλαβες εδώ και χρόνια! Μήνυση δεν έχω σκοπό να σου κάνω, έτσι για να ξεπληρώσω την "ώθηση"…Τράβα να μαζέψεις άλλες, μόνο πρόσεξε να είναι λιγότερο σκληρές από λόγου μου!»
……………………………………………………………………………………..
Σήμερα πήγε στο σπίτι της Μάρθας. Δίπλα στο νεκροκρέβατο της, άρχισε να της μιλά… μια συνομιλία συνομωσίας…
«Σου χρωστάω πολλά.. δεν πρόφτασα να σου πω πόσο σ’αγάπησα. Μια μικρή χαζή που την έπλασες αργά και σταθερά να κοιτάει μόνο την πάρτη της. Ετσι μου έλεγες.. να μη στηρίζομαι σε κανένα γκόμενο που πουλούσε έρωτα και μάζευε τις εισπράξεις..
που έπειθε πως δεν στέκονται χωρίς προστάτη οι γυναίκες του πουλημένου έρωτα.. και για να μη καταλήξω ίδια μ’ εσένα .. με τα στολίδια του χτες και ένα χαμόσπιτο να νοικιάζεις το μισό για να πορεύεσαι .. Με πότισες με όση σκληράδα χρειάστηκε να μη φοβάμαι κανένα.. Αν είναι να πουλήσεις το κορμί σου πούλα το ακριβά μου έλεγες..
Της έδωσε το στερνό φιλί και μύρισε την κολόνια γιασεμί που αναδυόταν από το τελευταίο φόρεμα..
Η Μάρθα είχε αφήσει ιδιόχειρη διαθήκη παραχωρώντας στη Βιβή το σπίτι που είχε πληρώσει από τα λίγα που τις άφηναν οι προστάτες…
…………………………………………………………………………………………
Η Βιβή επέβαλε τον σεβασμό του υπόκοσμου..
Από το σπίτι της πέρασαν άντρες που ζαλίστηκαν από την ομορφάδα της..
Κανένα δεν αγάπησε..
Μοναδικός στόχος το χρήμα..
………………………………………………………………………………………….
Ηρθε η εντολή από τον χουντικό δήμαρχο:
Η Τρούμπα κλείνει!
Με τον Ανδρέα αγκαζέ που πια είχε γεράσει πια ανέβηκαν στο Κολωνάκι.
«Θα ανοίξεις το καλύτερο μαγαζί! Ένα ρεστοράν για την υψηλή κοινωνία. Μη τους φοβηθείς.. τα ίδια σκατά είναι! Σε ότι γυαλίζει στριφογυρίζουν σαν πυγολαμπίδες…
Μη τους φοβηθείς! Θα σε εντάξουν στον δικό τους κόσμο.. σάπιο σαν της Τρούμπας με περιτύλιγμα αστραφτερό.. δεν σε φοβάμαι και αυτούς θα τους νικήσεις. Εχεις τη στόφα της νικήτριας..»
Πλησίαζε τα σαράντα της
Ο Ανδρέας στα ογδόντα του έμενε σε διπλανό διαμέρισμα να τον προσέχει.
Τον άντρα που της έδωσε το μπράτσο του.. τον μοναδικό που της στάθηκε δίχως αντάλλαγμα….
Σαν έπεσε η χούντα μαζί κατέβηκαν στον Πειραιά στην πρώτη συναυλία του Θεοδωράκη..
Ενας πόνος στο στήθος του την τρόμαξε..
Κούνησε το χάρτινο δόλωμα στον αστυνόμο.. να βιαστεί.. να κάνει χώρο για το ασθενοφόρο..
Πέντε μέρες του κρατούσε το χέρι στον Ευαγγελισμό..
Της χαμογελούσε.. Της φιλούσε τα χέρια και τα δάκρυα κυλούσαν στις ρωγμές του ζαρωμένου πρόσωπου..
Δυο μοναχικοί ταξιδευτές που αντάμωσαν σε ένα βρώμικο κρεβάτι και έμελε να ενωθούν με άδολη αγάπη.. αληθινή..
Της είχε πει κάποτε:
«Στις λάσπες κυλούν αυτοί που αφήνονται, να τους ρουφήξει ο βούρκος και εσύ κοριτσάκι έχεις τα χέρια έξω από τη δίνη της ρουφήχτρας.. κρατάς δυνατά το πιο γερό κούτσουρο..»
Στην αγκαλιά της μέσα έφυγε η τελευταία ανάσα του………
ΤΕΛΟΣ..
Απόσπασμα από ένα γραπτό.....
Γιαγιά Αντιγόνη αγαπημένη μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάντα έχεις θησαυρούς κρυμένους στο τετράδιό σου!
Πάντα ένα δάκρυ κυλά όταν διαβάζω τις Ιστορίες σου.
...Καλό καλοκαίρι...
με αγάπη :))
Αυτό είναι. Μόνο ο λόγος που εκφέρεται απο απο έναν λογοτέχνη μπορεί να μας διηγηθεί μια σκληρή ιστορία με τόση γλύκα κι εσύ τα καταφέρνεις μια χαρά.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣου εύχομαι δροσερά και δημιουργικά καλοκαιρινα βράδια.
Είσαι το καλύτερο φάρμακο...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜου φεύγει η πίκρα, ο θυμός, η οργή...
Τις πιό γλυκές μου καλησπέρες!!!
Καταπληκτικο το τετραδιο αυτό!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕντελως διαφορετικη εξέλιξη απο αυτη που υποψιαζόμουνα και μια σκληρη ιστορια δοσμένη με τοση τρυφερότητα...
Εξαιρετικό.....σαν να έβλεπα ταινία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι εγώ, άλλο περίμενα να γίνει.... δεν περίμενα τέτοια εξέλιξη...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι πράγμα είσαι βρε γιαγιά μου???!!!
Συγκινήθηκα πολύ.
Να χαρώ τις ταξιμάρες σου γιαγιά !!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠάλι πήγες την ψυχή μας βόλτα !!
Έτσι είναι όταν ξαίρεις να κάνεις ταξίμια !!!
Νάσαι πάντα καλά !
A ρε Αντιγόνη μου!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήμαστόρισσα...
καλο μηνα αγαπημένη...
Εξαιρετικό. Καλό μήνα να έχεις.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιαγια Αντιγονη καλησπερα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜετα την μουνταδα των δακρυγονων, τα χρωματα απο το διηγημα σου, μας φωτισαν.
Φιλια απο το κατινακι...
Οσο ομορφο..Τοσο και συγκινητικο...!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤις ξερω αυτες τις γυναικαρες...!!
Η Βιθλεεμ, εγινε Βιβη, του γκομενου...
Και παντα ηταν...Ελευθερια...!!
Γιατι η λασπη, γλυστραει στο κρυσταλλο, χωρις να το αγγιζει..!!
...κινηματογραφική απεικόνιση!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣκληροί χαρακτήρες! και με το δίκιο της, να ζήσει, εκδικούμενη την ίδια τη μοίρα... την μοίρα της!
Ένα ανθεκτικό λουλούδι στον κήπο της ζωής.
Εύγε σου,
Αντιγόνη μου.
Φιλάκια
Υιώτα
αστοριανή
ΝΥ
ΓΙΑΓΙΑ ΜΑΓΕΥΤΡΑ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΠΑΝΤΑ ΚΑΛΑ !!!!!!!!!!ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ ΝΑ ’ΧΕΙΣ!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή.... υποκλίνομαι στην τέλεια ανατομία μιας ολόκληρης κοινωνίας,που έκανες Αντιγόνη μου!
ΑπάντησηΔιαγραφή"Και να φοβάσαι τον αποφασισμένο άνθρωπο",μεγάλη κουβέντα κι αλίμονο σ' αυτούς που δεν την κατανοούν.
Να είσαι καλά,καλό Σαββατοκύριακο!
Αντιγόνη, διάβασα κι αυτή και την προηγούμενη ανάρτηση. Κι αναθυμήθηκα πως δύσκολη ήταν πάντα η ζωή σε αυτόν τον κόσμο. Να μη ντρέπεσαι που φοβάσαι και ζητάς διαφυγή στο τετράδιο. Ανθρώπινο είναι.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι κρατάω αυτό: «Στις λάσπες κυλούν αυτοί που αφήνονται, να τους ρουφήξει ο βούρκος και εσύ κοριτσάκι έχεις τα χέρια έξω από τη δίνη της ρουφήχτρας.. κρατάς δυνατά το πιο γερό κούτσουρο..»
Τα εύσημα σου τα λένε οι άλλοι
ΑπάντησηΔιαγραφήΑντιγόνη...
Εγώ ρωτάω ποιον χουντικό δήμαρχο
αναφέρεις, τον Σκυλίτση?
Αυτός που φορούσε στους εργαζόμενους
του Δήμου, άσπρα γάντια?
ΔΕΝ ΕΧΩ ΝΑ ΠΩ ΤΙΠΟΤΑ......ΔΕΝ ΠΕΡΙΜΕΝΑ ΤΕΛΙΚΑ ΝΑ ΚΡΥΒΕΙΣ ΤΟΣΗ ΧΡΥΣΗ ΠΕΝΝΑ ΜΕΣΑ ΣΟΥ ....ΣΕ ΕΙΧΑ ΑΔΙΚΗΣΕΙ ....ΗΞΕΡΑ ΜΟΝΟ ΤΑ ΕΡΓΑ ΣΟΥ....ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩΩΩΩ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ''Ν''
ΑπάντησηΔιαγραφή!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλάκι γλυκό
Αντιγόνη μου δεν περίμενα τέτοιο τέλος, συγκινητικό, όπως είναι η ζωή κάθε γυναίκας που καλώς η κακώς έζησε την ζωή της Βιβης.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό σου Σ-Κ!!!!
Συγκλονιστικό δεν περίμενα τέτοια εξέλιξη της ιστορίας!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα'σαι καλά μας ξεμυαλίζεις με τις ιστορίες σου!
Φιλί θαλασσινό!
Αυτά τα λόγια σου...είναι καιρός να τα προσφέρεις σε όλους μας, μέσα απο τις σελίδες ενός βιβλίου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΘα είμαι κοντά σου σε τούτο το δρόμο!
να χαίρομαι με τη χαρά σου...
να λυπάμαι με τη λύπη σου...
Καλό σου βράδυ, καλή μου!
Πάντα ρουφάω την ιστορία σου χωρίς να το καταλάβω!!είσαι υπέροχη,καλό βράδυ...
ΑπάντησηΔιαγραφήΟυάου.. Υπέροχη η ιστορία σου.. Έχεις ταλέντο.. Σκέφτηκες ποτέ να το αξιοποιήσεις; Γράφοντας ένα βιβλίο ας πούμε..
ΑπάντησηΔιαγραφήΒρε Γιαγιά, με έκανες και σπάραξα πάλι στα κλάματα. Τι κακό κι αυτό με σένα?
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίμαι που είμαι κλαψομ@@@α, όποτε έρχομαι από εδώ, θέλω καινούργιο πληκτρολόγιο.
Φιλιά θαλασσινά
καλη μου γιαγια ποσες ιστοριες ξερεις?να εισα ικαλα και να μας τις δινεις εδω!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή"να φοβάσαι τον αποφασισμένο άνθρωπο!" Αυτό είναι!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο χρειαζόμαστε, όσο τίποτα!!
Να είσαι πάντα καλά!!
φιλιά
συγνωμη που μεχρι τωρα δεν σου ειπα ποσο πολυ σαγαπω....σε ευχαριστω που υπαρχεις...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπα σε καλό σου βρε Αντιγόνη μου με έκανες να δακρύσω πρωί πρωί :)
ΑπάντησηΔιαγραφήΦοβερή κι άκρως συγκινητική η ιστορία της. Τελικά βρήκε την αγάπη, όχι όπως τη φανταζόταν σαν παιδούλα, αλλά ήταν εξίσου δυνατή και της άξιζε, όπως αξίζει σε όλους κι όλες μας να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε.
Καλή σου μέρα!
Φιλάκια γλυκά!
Πολύ όμορφα γράφεις Αντιγόνη, μπράβο σου. Κρατάω το μήνυμα. Ότι και να κάνεις να το κάνεις καλά...
ΑπάντησηΔιαγραφήΦιλάκια...
to alataki.
OSO KAI NA XTUPIESE MALAKISMENH GRIA LENA MANTA DE THA GINEIS POTE MONO KATI AGAMHTES THA SE DIABAZOUN KAI THA SE APOTHEONOUN MAZI ME TH MALAKIA POU TIS DERNEI
ΑπάντησηΔιαγραφή