Στα μέσα του ’50 η Βηθλεέμ έφυγε κρυφά από την Κρήτη.
Πρώτη κόρη μιας πολυμελούς οικογένειας. Άλλες τέσσερις ξοπίσω. Με τη φτώχεια να έχει ποτίσει το κορμί και τη ψυχή της.
Σ’ένα λόφο σκαρφαλωμένη η ανέχεια, τρυπωμένη σε δυο κάμαρες, μια κουζίνα προέκταση της μιας κάμαρας και ένα πλίθινο χώρο που το ονομάτιζαν καμπινέ… έξω από το σπίτι..
Η αυλή γεμάτη φυτέματα να ξεγελούν την πείνα.. Μια κληματαριά χάριζε τον ίσκιο της τα καλοκαίρια..
Στο πίσω μέρος τα κούτσουρα για τη ξηλόσομπα ίσα που ζέσταινε τους χειμώνες…
Ένας χτιστός φούρνος να ψένουν τα καρβέλια να μπουκώνουν τα στόματα. Η μάνα της πάλευε με τις μπουγάδες που άπλωνε στο κοτετσόρσυμα που χάραζε τα όρια του έχει τους.. το ζύμωμα.. την γκαζιέρα που πάλευε να ισορροπήσει το τσουκάλι..
Άλλοτε πάλι στο χάλκινο ταβά έριχνε ότι μάζευε από το χωράφι ανάκατα βαλμένα με λίγο λάδι μετρημένο στα γράδα μιας στραβής κουτάλας σιδερένιας.. με τύχει και σωθεί…
Ο πατέρας της κουλάντριζε καμιά δεκαριά γίδια στη στάνη… έπηζε το γάλα για λίγα τουλούμια τυρί.. τα πλιότερα τα πουλούσε..
Κάθε Παρασκευή μάζευε την πραμάτεια του τη φόρτωνε στο γέρικο μουλάρι και τρείς ώρες δρόμο να φτάσει στην πόλη να τα δώσει στο παζάρι…
Σαν ξεπετάχτηκε η Βηθλεέμ την έπαιρνε μαζί του για βοήθεια.
Και εκείνη ντρεπόταν για το ντρίλινο γκρι φουστάνι της που το χε μονοφόρι..
Μια βράκα της είχε ράψει η μάνα με πισοβελονιά για τις δουλειές του σπιτιού και μια μπλούζα για το καλοκαίρι και μια πλεχτή για το ξεχημώνιασμα. Το καθημερινό της.. πλύνε-βάλε…
Οι αδελφάδες μικρότερες.. δεν του στέριωσε ένας γιός κατά πως έλεγε ο πατέρας…
Στην πόλη στο παζάρι της πούλησης, χάζευε τους περαστικούς.. θωρούσε τις κοπελούδες με τα χρωματιστά φουστάνια και ζήλευε..
«Εγώ αυτή τη ζωή θα την σταματήσω» έκανε σχέδια με το ταξιδιάρικο μυαλό της..
Μια τάξη είχε τελειώσει στο Δημοτικό του κοντινού χωριού και μετά δεν κρίθηκε απαραίτητο να συνεχίσει..
«Τι τα θες τα γράμματα, εδώ έχουμε δουλειές και εγώ δεν προκάνω» αποφάσισε η μάνα της. Μόνο η μικρότερη πήγαινε. Είχε «κλήση» είπε ο δάσκαλος και αναντίρρητα άκουσαν το λόγο του. Στο μισοτελειωμένο τετράδιο της είχε τραβήξει μια γραμμή και έγραφε αργά τα σχέδια της.. το κρυφό ημερολόγιο που αποτύπωνε το παράπονο της…
Δεν ήταν που δεν τους αγαπούσε..
Δεν ήταν που δεν είχε αγάπη και χάδι..
Και οι δυο γονείς οι αποκομμένοι από τον έξω κόσμο… ζώντας την δική τους μοίρα αγόγγυστα δεν μπορούσαν να κάνουν όνειρα.. ο κάματος δεν αφήνει χώρο για σχέδια..
Η μάνα της τραγουδούσε τα πρωινά και η φωνή της κελαριστή ακουγόταν ένα γύρο..
Στα πανηγύρια.. στους γάμους.. στις βαφτίσεις πρώτη.. τους μάγευε όλους και ο άντρας της καμάρωνε…
«Μάνα γιατί δεν έγινες τραγουδίστρια; τη ρώτησε μια μέρα»
«Ε, κουζουλό! Σαντέζα μωρέ θα γινόμουνα;»
«Τι είναι σαντέζα;»
«Οι τραγουδιάρες των κέντρωνε που γυρνοβολάνε με τους αγαπητικούς! Τράβα τώρα να πας φαγί στον πατέρα σου γιατί θα έχει ξενηστηκωθεί!».
Στη διαδρομή σκεπτόταν τις κουβέντες της μάνας της.. Κάθισε σε μια ξερολιθιά και στο βάθος αγνάντευε τη θάλασσα.. με ένα ξερόκλαδο να σκαλίζει το διψασμένο χώμα και μια ματιά στο πέλαγο.. μια στο χώμα…
«Δεν θέλω να ζήσω εδώ! Πνίγομαι.. Είμαι δεκαεπτά και ο πατέρας μου έλαβε προξενιά από τη θειά τη Φώτο. Και ποιος είναι αυτός ο Μανώλης της Λαμπρινής; Μήτε που θυμάμαι αν τον αντάμωσα ποτέ… αν μου κάνει κουβέντα η μάνα τι να αποκριθώ;»
Σηκώθηκε βαριεστημένα με την καρό πετσέτα που είχε το φαί του πατέρα.
«Αντε βρε παιδί μου και μου πήγε η κοιλιά στην πλάτη!» της παραπονέθηκε.
Ανοιξε με βιάση, βούτηξε το ψωμί στη σάλτσα από το μπριάμ και το έχωσε στο στόμα. Πεινούσε.. όρθιος από της πέντε το ξημέρωμα.. Σαν απόφαγε ήπιε και ένα ποτήρι κράσο που είχε στην κανάτα. Γύρισε στο μέρος της Βηθλεέμ και την κάλεσε να καθίσουν στην πεζούλα.
«Ελα μάτια μου θέλω να κάτι να σου πω»
Μυρμήγκιασε το λιγνό κορμί της και ο ιδρώτας ξεχύθηκε να λούσει τα καστανά μαλλιά της τα σφιχτοπλεγμένα σε κοτσίδα.
«Μεγάλωσες κόρη μου και σε καμαρώνω.. θέλω να σου πω πως έλαβα μήνυμα από τη Λαμπρινή.. να σε θέλει για το κοπέλι της το Μανωλιό.»
«Ποιος είναι τούτος και τι θέλει η Λαμπρινή από μένα; Εγώ δίνω βοήθεια στη μάνα και σε εσένα ακόμα.. τα παιδιά είναι μικρά η λάτρα μεγάλη και εγώ ακόμα μικρή» προσπάθησε να γυρίσει τη κουβέντα κατά που ήθελε..
«Ε, όχι και μικρή.. περνούν τα χρόνια κόρη μου και μετά τρέχα γύρευε να βρεις παλληκάρι να σε θέλει. Η Μόρφω ακόμα τα δεκαέξι δεν έκλεισε και αρραβωνιάστηκε.»
Δεν μιλούσε.. με το πόδι έσπρωχνε τα πετραδάκια…
«Να φύγω τώρα γιατί πολύ ζεστάθηκα και έχω δουλειές στο σπίτι, μου είπε η μάνα να μην αργήσω.»
Σαν αγριοκάτσικο έτρεχε στην κατηφόρα.. τα λόγια του πατέρα πετριές στο μυαλό της.. ως να φτάσει σπίτι είχε φτιάξει όλο το σενάριο.. νύφη σε άγνωστη αγκαλιά.. παιδιά.. και η ζήση ίδια της μάνας.. δεν το χωρούσε το μυαλό.. δεν ήθελε την ίδια μοίρα…
Σαν έφτασε στο σπίτι η μάνα είχε στρώσει το τραπέζι της αυλής και τρώγανε τα κορίτσια.. εκείνη από πάνω τους να τα μαλώνει για τις αταξίες τους με τα χέρια χωμένα στις τσέπες της μπροστοποδιάς. Τα κουνούσε με νευρικότητα και σάλευε ολόκληρη πάνω-κάτω.. Ηξερε! Μπορούσε να διαβάζει τις κινήσεις της.
Μάζεψαν τα αποφάγια και η Βηθλεέμ πήρε τα τσίγκινα πιάτα να τα πάει στο βρυσάκι της αυλής για πλύσιμο… τα κορίτσια σκορπίστηκαν στο παιχνίδι…
«Παράτα τα και έλα δω που σε θέλω!» την πρόσταξε.
Σήκωσε τον κουβά από το πηγάδι και έριξε με τις χούφτες της νερό στο πρόσωπο που έκαιγε.
Κάθισε κοντά της με τα πόδια ανοιχτά σαν να ήθελε να στερεώσει το κορμί από το τρέμουλο…
«Σου μίλησε ο πατέρας σου;» τη ρώτησε με ένα καλόπιασμα στη φωνή..
Κούνησε το κεφάλι απότομα στο ναι…
«Λοιπόν τι έχεις να μου πεις;»
Απότομο της φάνηκε.. να απαντήσει σε τι;
«Ξέρεις κόρη μου, συνέχισε η μάνα, η Λαμπρινή έχει μεγάλο βιός.. χωράφια με αμπέλια.. σπίτι στο διπλανό χωριό και στην πόλη.. δεν θα είσαι στερημένη σαν εδώ.. τη χαρά σου θέλω και τύχη καλή.»
«Και τι ζήλεψε από μένα; Αφού καλόχει τη ζωή από μένα τι ζητά; Σάματις δεν μπορεί να δώσει στην καλύτερη το γιό της;»
«Είσαι πολύ όμορφη κορίτσι μου.. την ομορφάδα σου ζήλεψε και που είσαι άβγαλτη!»
Σηκώθηκε η Βηθλεέμ και έκανε να φύγει..
«Στάσου!» Την πρόσταξε. «Θέλω μια απάντηση γιατί έχει ετοιμασίες η συνάντηση. Η θειά σου η Φώτο θα σου ράψει φόρεμα και θα σου πάρει καινούρια πατούμενα .. τι να απαντήσω;»
Σήκωσε τους ώμους και άφησε την τύχη της να κάνει κουμάντο.
………………………………………………………………………………………………
Μια βδομάδα μετά την ώρα που ο ήλιος έγερνε ήσαν όλοι έτοιμοι.
Η θειά φουριόζα και πασίχαρη έδινε οδηγίες..
«Πρόσεξε κουζουλό μη πετάξεις καμιά κουβέντα ζαβή! Ευχαριστώ θα λες στα κεράσματα και θα χαμογελάς! Μην έχεις αυτή τη μούρη!»
Σαν σε περιφορά επιταφίου της φάνηκε το περπάτημα ως το διπλανό χωριό.. Καμάρωνε μέσα στο πολύχρωμο φόρεμα με το φουρό και τα κάτασπρα παπούτσια με το μικρό τακούνι… αντιστεκόταν στη περιφορά.. είχε πάρει τις αποφάσεις της μα δεν το ομολόγησε σε κανένα..
Τους υποδέχτηκαν με χαρές και γελάκια ..συστάσεις.. αναμονές..
Πέρασαν στο σαλόνι που μύριζε κλεισούρα.. η Λαμπρινή μια στρουμπουλή κοντή πολυλογού έφερε τα τραταμέντα…
Αμηχανία..
Ο Μανώλης με το μούτρο γεμάτο σπυριά και εκατό κιλά σάρκα..
Σκέφτηκε να της ακουμπάει το κορμί και αναγούλιασε.
«Εγώ αυτή τη τύχη δεν την θέλω!» ξανασκέφτηκε αποφασισμένη.
Το βράδυ στο τραπέζι την ρώτησε ο πατέρας της:
«Λοιπόν πώς σου φάνηκε;»
«Νωρίς είναι ακόμα» του απάντησε.
.............................................................................................................................................
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ..
Από το τετράδιο.... έτσι γιατί...
Δεν αντέχω να βλέπω το σήμερα είμαι δειλή....συγνώμη που φοβάμαι...
Μην αργήσεις την συνέχεια.Μας έχεις εξάψει την περιέργεια.
ΑπάντησηΔιαγραφήόλοι τα ίδια συναισθήματα έχουμε, οι τελευταίοι που θα έπρεπε να απολογούμαστε είμαστε εμείς!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠεριμένουμε την συνέχεια!
Έλα ρε Γιαγιά...δεν τις αφήνουν έτσι τις ιστορίες στη μέση.
ΑπάντησηΔιαγραφή---
...και εγώ φοβάμαι, Γιαγιά.
Τώρα τι είναι τούτο!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό τον Χριστόφορο το ξεσήκωσες!!!!χι χι
Να μας έχεις στο περίμενε!!!
Μας πήρες σε άλλες εποχές δύσκολες...τα μακρά κοντά γίνανε...όχι για τα προξενιά μα για τ αλλα...
Μην ζητάς συγνώμη Αντιγόνη μου ο φόβος είναι η μονη
αλήθεια μας τώρα...ευτυχώς που φοβηθήκαμε!
Έχουμε ελπίδα τώρα...
Σε αγαπώ πολύ
Καλημέρα σου Αντιγόνη, λίγες ώρες ακόμη και θα ξημερώσει για εσένα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ιστορία ζωής, όπως πραγματικά ζούσαν τα χρόνια εκείνα και ίσως να ζουν ακόμη σε μερικά ελληνικά χωριά.
Περιμένω την συνέχεια.....
Αντιγόνη μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΗρεμιστική "ανάρτηση"... μετά από την "κραυγαλέα" προηγούμενη!!!
Περιμένω συνέχεια,
Μ' αγάπη,
Υιώτα
αστοριανή
ΝΥ
Εύχομαι η Βηθλεέμ να μη φάνηκε δειλή... όπως πολλοί από εμάς....Περιμένω με ανυπομονησία!
ΑπάντησηΔιαγραφήπεριμενω πως και πως τη συνεχεΙΑ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΩΡΑΙοσ επιλογος γιαγια μου! ποσο συμφωνω μαζι σου...
Ένιωσα σαν τον αδελφό της Βηθλεέμ... (που δεν είχε)
ΑπάντησηΔιαγραφήΉμουν εκεί και το ζούσα.
Τι όμορφα απλοϊκά που γράφεις!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠροβλέπω θύελλες:))
Τα θαλασσινά μου φιλιά!
Μη φοβάσαι Γιαγιά Αντιγόνη. Πάντα υπάρχει ελπίδα εκεί που δεν το περιμένεις ποτέ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν η Βηθλεέμ τα καταφέρει στο τέλος και κάνει το όνειρό της πραγματικότητα, τότε σίγουρα ούτε κι εμείς είμαστε χαμένοι!!!!
Φιλιά πολλά πολλά!!!!
Πώς μ' αρέσεις πάντα!!! Περιμένω τη συνέχεια!
ΑπάντησηΔιαγραφήγλυκοφιλάκι δροσερό ;)
Κάποτε στο λύκειο είχαμε κάνει ενα κείμενο με ανάλογο περιχόμενο και μας είχε ζητησει ο καθηγητης στο τέλος της ανάγνωσης να του πούμε οσαπιο περιεκτικά μπορούμε τα συναισθήματα που μας έβγαλε...
ΑπάντησηΔιαγραφήΤα ίδια αυτο το πρωτο μέρος μου ξύπνησε μόλις το διάβασα- αηδία για το εμπόριο λευκής σαρκός με την ανοχή των γονιών!
Αλλά ευτυχως που η πρώτη σου πρόταση μου κρατάει ζωντανη την αισιοδοξία...
Όσο για το άλλο που λες ,εχω περάσει το στάδιο του φόβου και βρίσκομαι σε αυτό του τρέμουλου ..το επόμενο είναι να πάρω φόρα...
Την καλησπέρα μου ,για μια ακόμη φορα με συγκίνησες απόλυτα!
Αχ βρε Αντιγόνη μου, στο καλύτερο μας έκοψες!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠεριμένω ανυπόμονα την συνέχεια!
Φιλιά!
Άντε Φώσκολε,διαφημίσεις, θα μας γκαστρώσεις ;;
ΑπάντησηΔιαγραφήΠολλά φιλά Αντιγόνη μου...
Μπράβο Αντιγόνη, περιμένω...
ΑπάντησηΔιαγραφήειχα κοψει το καρπουζακι μου κι εκατσα να το απολαυσω κι εμεινα με τη γλυκα......μη μας τα κανεις αυτα!!!!!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαταπληκτικό, δίνεις απόλυτα ρεαλιστικά το κλίμα μιας άλλης εποχής.
ΑπάντησηΔιαγραφήΠρος το παρόν μόνο καληνύχτα!!!!!Σχόλιο στη συνέχεια......Φιλιά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΥΓ.Εχασα το κινητό μου και μαζί το αρχείο τηλ/νων.Στείλε μου μέιλ///
Αντιγονάκι σε φιλώ.
Καλό μήνα...περιμένω την συνέχεια με αγωνία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό μήνα!!!Περιμενω και γω τη συνέχεια!!!Μην αργήσεις!!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜη φοβασαι Αντιγονη..
ΑπάντησηΔιαγραφήΕιμαι εδω μαζι σου...
Ο μεγαλος ανεργος φιλος σου...
Ο ..Ασχημος...
Ειναι και χτυπημενος..
Αλλα ζωντανος...
Και αγαπαει ακομη...
η
θα πεθανει..!!
Κι εγώ περιμένω με ανυπομονησία να μάθω τι έκανε η Βηθλέεμ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜαγική η γραφή σου Αντιγονάκι μου γλυκό :)
Φιλάκια πολλά πολλά
υγ. προτιμώ τις ιστορίες που μας ταξιδεύουν και μας διδάσκουν παρά το παρόν που'ναι ένας συρφετός κι άκρη δε βγάζουμε.. μόνο οργή και πόνο αισθανόμαστε..
Με συγκινησες Αντιγονη και γυρσα πισω στα παιδικα μου τοτε, που ισα ισα καταλαβαινα...καπως ετσι ηταν στο χωριο μου...!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι γω φοβαμαι Αντιγονη...αλλα ελπιζω κιολας...αλλιως θα με παρει απο κατω!!!
Φιλια Σοφια (Αποκλ)