Κάθε χρονιά, τέτοιες μέρες, μαζευόμαστε στο σπίτι μας.Η οικογένεια από μόνη της , θειάδες ανίψια, γαμπροί
κάναμε καμιά εικοσάδα.
Τώρα πώς είχαν δέσει μεταξύ τους, γαμπροί, νυφάδες,
πεθερικά και συμπεθεριά, ο Μεγαλοδύναμος το ξέρει.
Εκεί που φθάνανε, να σκοτώνονται, για τις συνταγές,
για το ποδόσφαιρο και κυρίως για τα πολιτικά,
εκεί τουμπάρανε την κουβέντα στο παρά πέντε
της σύρραξης.
Σε μια φουριόζικη, φωνακλού, συντρέχτρα, οικογένεια ,
μεγάλωσα. Είμαι τυχερή!
Μέρες πριν λοιπόν άρχιζε η πάστρα.
Τα πατώματα να τριφτούν, τζάμια, πολύφωτα,
στόρια, να σιδερωθούν τα τραπεζομάντιλα, με κόλα "μπέλα".
Να ασβεστώσουμε, να κατεβάσουμε τα σατέν ριχτάρια
των κρεβατιών και να στολίσουμε, το δέντρο.
Πλαστικό, με λιανά κλαράκια, το στερεώναμε σε μια
γωνιά, πάνω σε ένα τραπεζάκι, το γεμίζαμε βαμβάκι
και απαραίτητα έμπαινε η φάτνη.
Στα κλαράκια, ξέναμε λωρίδες βαμβάκι να ¨"χιονίσουμε"
το δέντρο.
Με προσοχή, ξεδιπλώναμε τις μπάλες από τις εφημερίδες
που ήταν τυλιγμένες μη και μας σπάσουν.
Και σπάζαν ,εύκολα οι άτιμες....
Γεμίζαμε καλά το μπροστινό μέρος και το περίσσευμα πίσω.
Για το άστρο της κορφής φωνάζαμε τον πατέρα μας.
Ανήμερα, οι κατσαρόλες βροντοχτυπούσαν από το χάραμα.
Οι μισές γυναίκες πήγαιναν εκκλησία και οι άλλες
ζώνατε τις ποδιές. Μάχη σου λέω.
Για το στρώσιμο, είχαν καταφτάσει από νωρίς
οι συγγένισσες.
Παρατηρούσα τα ρούχα τους τα γιορτινά.
Ψιλά μαλινάκια, ταφταδένια μεσάτα, με φιογκάκια
στη μέση. Το κορσάζ στενό, με φερμουάρ στο πίσω
μέρος και λίγο να κλοσάρει η φούστα.
Εκείνη τη χρονιά, η μάνα μου, είχε πάρει από ένα υπόγειο
στη Σωτήρος στον Πειραιά ένα πολύ ψιλό μάλινο
νήμα και είχε πλέξει δαντελένιο φόρεμα που είχε
ξεσηκώσει από το περιοδικό "ΓΥΝΑΙΚΑ".
Με φόδρα από μέσα, και τα μανίκια να αφήνουν να φανεί
η περίτεχνη πλέξη.
Στη κορφή του τραπεζιού ο παππούς.
Παίρναν θέση οι άντρες κοντά του.
Τα παιδιά σε παραδιπλανό τραπέζι,
ξαναμένοι από το παιχνίδι και να πέφτουν
οι κλωτσοπατινάδες
κάτω από το τραπέζι.
-Γιωργάκη θα σε λιανίσω μέρα που είναι!
Οταν όλα είχαν μπει στις πιατέλες ερχόταν
και η λαμαρίνα με το αρνί και τις πατάτες από τον έξω φούρνο.
-Βρε και σήμερα με τόσα ταψά από τις δικές πήρε ο Τάσσος.
Κάθε χρόνο τα ίδια η γιαγιά.
Σηκωνόταν ο παπούς αφου είχε πιει στη ζούλα τα πρώτα.
Σήκωνε το ποτήρι και έπεφτε σιωπή.
Στεκόταν ανάμεσα στα τραπέζια χάιδευε τα μπόλικα
άσπρα μαλλάκια του και έλεγε.
- Οσα είναι τα μαλλιά της κεφαλής μου χαρές να έχεται
και αν θέλει ο Θεός να σας καμαρώνουμε, μικρούς ,μεγάλους.
Ποτέ δεν μπόρεσε να κρύψει τα δάκρυα του.
Οταν έλεγε "έχε την ευχή μου" νόμιζες ότι έβγαινε
από την ψυχή του σαν να ξεριζωνόταν.
Το φαγοπότι άρχιζε αργά, απολαυστικά.
Οι μικρότεροι έβγαιναν στο δρόμο για παιχνίδι.
Τσουγκρίζανε τα ποτήρια με το κρασί από
την νταμιτζάνα με το πλεχτό χόρτο, στολισμένη.
Και άρχιζε το τραγούδι από '20 και δώθε.
Και όσο πιο δώθε έφτανε η ώρα να θυμηθεί
τον Γεράσιμο που σπάνια ήταν μαζί μας.
Χριστούγεννα στα ξερονήσια , καρφί στη
καρδιά του πατέρα του.
Έφερναν τα γλυκά ενώ ακόμα οι άντρες
είχαν τυράκι για μεζέ και το μήλο
να κολυμπά στο κρασάκι.